μονοκυκλικός

μονοκυκλικός
-ή, -ό
1. ζωολ. σχετικός με τα ζώα εκείνα τών οποίων οι φυλές ή τα είδη δεν παρουσιάζουν παρά έναν μόνον αναπαραγωγικό κύκλο το έτος
2. φρ. «μονοκυκλικές ενώσεις»
χημ. ενώσεις τών οποίων τα μόρια περιλαμβάνουν έναν μόνο κυκλικό δακτύλιο, όπως είναι π.χ. το βενζόλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεμονένιο — το χημ. οργανική ένωση, μονοκυκλικός τερπενικός υδρογονάνθρακας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”